Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καστανέρυθρος η καστανέρυθρη το καστανέρυθρο
      γενική του καστανέρυθρου της καστανέρυθρης του καστανέρυθρου
    αιτιατική τον καστανέρυθρο την καστανέρυθρη το καστανέρυθρο
     κλητική καστανέρυθρε καστανέρυθρη καστανέρυθρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καστανέρυθροι οι καστανέρυθρες τα καστανέρυθρα
      γενική των καστανέρυθρων των καστανέρυθρων των καστανέρυθρων
    αιτιατική τους καστανέρυθρους τις καστανέρυθρες τα καστανέρυθρα
     κλητική καστανέρυθροι καστανέρυθρες καστανέρυθρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καστανέρυθρος < καστανός + ερυθρός

  Επίθετο επεξεργασία

καστανέρυθρος, -η, -ο

  1. που το χρώμα του είναι καστανό προς ερυθρό
    καστανέρυθρος (χρώμα):   
  2. (ουσιαστικοποιημένο) καστανέρυθρο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία