πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φθόνος οι φθόνοι
      γενική του φθόνου των φθόνων
    αιτιατική τον φθόνο τους φθόνους
     κλητική φθόνε φθόνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φθόνος αρσενικό

  • η δυσαρέσκεια και η λύπη για τα αγαθά ή την ευτυχία των άλλων
     συνώνυμα: ζήλια

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φθόνος οἱ φθόνοι
      γενική τοῦ φθόνου τῶν φθόνων
      δοτική τῷ φθόν τοῖς φθόνοις
    αιτιατική τὸν φθόνον τοὺς φθόνους
     κλητική ! φθόνε φθόνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φθόνω
γεν-δοτ τοῖν  φθόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία