Δείτε επίσης: άφθονος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄφθονος τὸ ἄφθονον
      γενική τοῦ/τῆς ἀφθόνου τοῦ ἀφθόνου
      δοτική τῷ/τῇ ἀφθόν τῷ ἀφθόν
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄφθονον τὸ ἄφθονον
     κλητική ! ἄφθονε ἄφθονον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄφθονοι τὰ ἄφθον
      γενική τῶν ἀφθόνων τῶν ἀφθόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀφθόνοις τοῖς ἀφθόνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀφθόνους τὰ ἄφθον
     κλητική ! ἄφθονοι ἄφθον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀφθόνω τὼ ἀφθόνω
      γεν-δοτ τοῖν ἀφθόνοιν τοῖν ἀφθόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄφθονος < ἄ- στερητικό+ φθόνος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄφθονος, -ος, -ον, συγκριτικός:ἀφθονέστερος/ἀφθονώτερος, υπερθετικός: ἀφθονέστατος/ἀφθονώτατος

  1. (αρχική σημασία)
    1. που δε φθονεί, δε ζηλεύει
      5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 80.4
      άνδρα γε τύραννον ἄφθονον ἔδει εἶναι
    2. που δε φθονείται
       συνώνυμα: ἀφθόνητος
  2. άφθονος, ανεξάντλητος, επαρκής

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη φθόνος