ἄφθονος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄφθονος | τὸ | ἄφθονον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀφθόνου | τοῦ | ἀφθόνου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀφθόνῳ | τῷ | ἀφθόνῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄφθονον | τὸ | ἄφθονον | ||
κλητική ὦ! | ἄφθονε | ἄφθονον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄφθονοι | τὰ | ἄφθονᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀφθόνων | τῶν | ἀφθόνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀφθόνοις | τοῖς | ἀφθόνοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀφθόνους | τὰ | ἄφθονᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἄφθονοι | ἄφθονᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀφθόνω | τὼ | ἀφθόνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀφθόνοιν | τοῖν | ἀφθόνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἄφθονος, -ος, -ον, συγκριτικός :ἀφθονέστερος/ἀφθονώτερος, υπερθετικός : ἀφθονέστατος/ἀφθονώτατος
- (αρχική σημασία)
- άφθονος, ανεξάντλητος, επαρκής
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη φθόνος
Πηγές
επεξεργασία- ἄφθονος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄφθονος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.