↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιδίσιος η φιδίσια το φιδίσιο
      γενική του φιδίσιου της φιδίσιας του φιδίσιου
    αιτιατική τον φιδίσιο τη φιδίσια το φιδίσιο
     κλητική φιδίσιε φιδίσια φιδίσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιδίσιοι οι φιδίσιες τα φιδίσια
      γενική των φιδίσιων των φιδίσιων των φιδίσιων
    αιτιατική τους φιδίσιους τις φιδίσιες τα φιδίσια
     κλητική φιδίσιοι φιδίσιες φιδίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιδίσιος < φίδ(ι) + -ίσιος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fiˈði.sços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φι‐δί‐σιος

  Επίθετο

επεξεργασία

φιδίσιος, -α, -ο

  1. που προέρχεται από φίδι, σχετίζεται μ' αυτό
    ⮡  φιδίσιο δέρμα
    ⮡  φιδίσια γλώσσα (κυριολεκτικά, για το όργανο του στόματος: μυτερή γλώσσα)
  2. που μοιάζει με φίδι
     συνώνυμα: φιδένιος
  3. (κατ’ επέκταση) που δεν έχει σχήμα ευθύ ή ίσιο· που ελίσσεται
    ⮡  φιδίσιος δρόμος
  4. (μεταφορικά) που είναι ευλύγιστος, λυγερόκορμος
    ⮡  φιδίσιο κορμί
    ※  έχεις ομορφιά φιδίσια | τί γυρεύεις στα Πατήσια; (στίχοι του Νικόλα Άσιμου από το τραγούδι «Λίνα»)
  5. (μεταφορικά) που είναι ύπουλος, φαρμακερός, φαρμακόγλωσσος, επικίνδυνος
    ⮡  φιδίσια συμπεριφορά, φιδίσια γλώσσα (για την ομιλία, τα λεγόμενα)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία