φιδίσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φιδίσιος | η | φιδίσια | το | φιδίσιο |
γενική | του | φιδίσιου | της | φιδίσιας | του | φιδίσιου |
αιτιατική | τον | φιδίσιο | τη | φιδίσια | το | φιδίσιο |
κλητική | φιδίσιε | φιδίσια | φιδίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φιδίσιοι | οι | φιδίσιες | τα | φιδίσια |
γενική | των | φιδίσιων | των | φιδίσιων | των | φιδίσιων |
αιτιατική | τους | φιδίσιους | τις | φιδίσιες | τα | φιδίσια |
κλητική | φιδίσιοι | φιδίσιες | φιδίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fiˈði.sços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐δί‐σιος
Επίθετο
επεξεργασίαφιδίσιος, -α, -ο
- που προέρχεται από φίδι, σχετίζεται μ' αυτό
- ⮡ φιδίσιο δέρμα
- ⮡ φιδίσια γλώσσα (κυριολεκτικά, για το όργανο του στόματος: μυτερή γλώσσα)
- που μοιάζει με φίδι
- (κατ’ επέκταση) που δεν έχει σχήμα ευθύ ή ίσιο· που ελίσσεται
- ⮡ φιδίσιος δρόμος
- (μεταφορικά) που είναι ευλύγιστος, λυγερόκορμος
- ⮡ φιδίσιο κορμί
- ※ έχεις ομορφιά φιδίσια | τί γυρεύεις στα Πατήσια; (στίχοι του Νικόλα Άσιμου από το τραγούδι «Λίνα»)
- (μεταφορικά) που είναι ύπουλος, φαρμακερός, φαρμακόγλωσσος, επικίνδυνος
- ⮡ φιδίσια συμπεριφορά, φιδίσια γλώσσα (για την ομιλία, τα λεγόμενα)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ φιδίσιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας