Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νερόφιδο τα νερόφιδα
      γενική του νερόφιδου των νερόφιδων
    αιτιατική το νερόφιδο τα νερόφιδα
     κλητική νερόφιδο νερόφιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νερόφιδο < νερό + φίδι + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νερόφιδο ουδέτερο

  • νεροφίδα, μη δηλητηριώδες είδος φιδιού της Ευρασίας το οποίο βρίσκεται συχνά κοντά σε νερό και τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με αμφίβια

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία