Ετυμολογία

επεξεργασία
τσερόκι < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσερόκι άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία