τσερόκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσερόκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσερόκι άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
τσερόκι άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό