serpente
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- serpente < (κληρονομημένο) λατινική serpens
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαserpente (it)
- (ερπετό) το φίδι
- (μεταφορικά) για άνθρωπο που λέμε ότι είναι φίδι
- (θρησκεία) σύμβολο σε πολλές θρησκείες
- (λογοτεχνία) συμβολίζει τον σατανά είτε εμφανίζεται σαν τέρας
- (δημοσιογραφία) φουσκωμένες ειδήσεις που δημιουργήθηκαν ειδικά για να προσελκύσουν την προσοχή του κοινού.
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαserpente (pt) αρσενικό