mar
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
mar (en)
- σπιλώνω, αμαυρώνω, μαγαρίζω, (δευτερεύουσα μεταφραστική επιλογή) καταστρέφω
- Violent clashes mar the celebration for the Champions League title.
- → λείπει η μετάφραση
- Violent clashes mar the celebration for the Champions League title.
Ισπανικά (es) Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mar | mares |
Ουσιαστικό Επεξεργασία
mar (es) αρσενικό
Πορτογαλικά (pt) Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mar | mares |
Ουσιαστικό Επεξεργασία
mar (pt) αρσενικό