μαγαρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαγαρίζω < αρχαία ελληνική μεγαρίζω (το ρήμα άρχισε να έχει μειωτική σημασία μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού)
Ρήμα
επεξεργασίαμαγαρίζω
- (μεταβατικό) λερώνω, μολύνω
- (μεταβατικό) μολύνω, βεβηλώνω, μιαίνω
- (αμετάβατο) λερώνομαι
- (αμετάβατο) μολύνομαι, μιαίνομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαγαρίζω | μαγάριζα | θα μαγαρίζω | να μαγαρίζω | μαγαρίζοντας | |
β' ενικ. | μαγαρίζεις | μαγάριζες | θα μαγαρίζεις | να μαγαρίζεις | μαγάριζε | |
γ' ενικ. | μαγαρίζει | μαγάριζε | θα μαγαρίζει | να μαγαρίζει | ||
α' πληθ. | μαγαρίζουμε | μαγαρίζαμε | θα μαγαρίζουμε | να μαγαρίζουμε | ||
β' πληθ. | μαγαρίζετε | μαγαρίζατε | θα μαγαρίζετε | να μαγαρίζετε | μαγαρίζετε | |
γ' πληθ. | μαγαρίζουν(ε) | μαγάριζαν μαγαρίζαν(ε) |
θα μαγαρίζουν(ε) | να μαγαρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαγάρισα | θα μαγαρίσω | να μαγαρίσω | μαγαρίσει | ||
β' ενικ. | μαγάρισες | θα μαγαρίσεις | να μαγαρίσεις | μαγάρισε | ||
γ' ενικ. | μαγάρισε | θα μαγαρίσει | να μαγαρίσει | |||
α' πληθ. | μαγαρίσαμε | θα μαγαρίσουμε | να μαγαρίσουμε | |||
β' πληθ. | μαγαρίσατε | θα μαγαρίσετε | να μαγαρίσετε | μαγαρίστε | ||
γ' πληθ. | μαγάρισαν μαγαρίσαν(ε) |
θα μαγαρίσουν(ε) | να μαγαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μαγαρίσει | είχα μαγαρίσει | θα έχω μαγαρίσει | να έχω μαγαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μαγαρίσει | είχες μαγαρίσει | θα έχεις μαγαρίσει | να έχεις μαγαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μαγαρίσει | είχε μαγαρίσει | θα έχει μαγαρίσει | να έχει μαγαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μαγαρίσει | είχαμε μαγαρίσει | θα έχουμε μαγαρίσει | να έχουμε μαγαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μαγαρίσει | είχατε μαγαρίσει | θα έχετε μαγαρίσει | να έχετε μαγαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μαγαρίσει | είχαν μαγαρίσει | θα έχουν μαγαρίσει | να έχουν μαγαρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαγαρίζω
|