detract from
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | detract from |
γ΄ ενικό ενεστώτα | detracts from |
αόριστος | detracted from |
παθητική μετοχή | detracted from |
ενεργητική μετοχή | detracting from |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdetract from (en)
- μειώνω, κάνω κάτι να φαίνεται λιγότερο καλό ή σημαντικό