ενεστώτας detract from
γ΄ ενικό ενεστώτα detracts from
αόριστος detracted from
παθητική μετοχή detracted from
ενεργητική μετοχή detracting from

  Ετυμολογία

επεξεργασία
detract from < → δείτε τις λέξεις detract και from

detract from (en)

  • μειώνω, κάνω κάτι να φαίνεται λιγότερο καλό ή σημαντικό
    ⮡  That doesn’t detract from its value at all.
    Αυτό δεν μειώνει καθόλου την αξία του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη slander