Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιδοσέρνομαι < φίδι + σέρνομαι

  Ρήμα επεξεργασία

φιδοσέρνομαι

  • έρπω σαν το φίδι, με πολλούς ελιγμούς
    ένας στενός χωματόδρομος φιδοσέρνεται και οδηγεί τελικά στο μοναστήρι

  Μεταφράσεις επεξεργασία