• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Schlange

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γερμανικά (de)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Εκφράσεις
      • 1.2.2 Σύνθετα

Γερμανικά (de)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Schlange die Schlangen
γενική der Schlange der Schlangen
δοτική der Schlange den Schlangen
αιτιατική die Schlange die Schlangen

  ΠροφοράΕπεξεργασία

  (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

Schlange (de) θηλυκό

  • (ερπετό) το φίδι
  1. (μεταφορικά) η ουρά (αναμονής)
  2. (αστερισμός) Όφις

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • Schlange stehen - στέκομαι / περιμένω στην ουρά

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  • Autoschlange
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Schlange&oldid=5629779"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Νοεμβρίου 2022, στις 01:43

Γλώσσες

    • Azərbaycanca
    • Български
    • Bosanski
    • Čeština
    • Dansk
    • Deutsch
    • Zazaki
    • English
    • Español
    • Eesti
    • Euskara
    • فارسی
    • Suomi
    • Na Vosa Vakaviti
    • Français
    • Frysk
    • Galego
    • Hrvatski
    • Magyar
    • Bahasa Indonesia
    • Ido
    • Íslenska
    • Italiano
    • 日本語
    • 한국어
    • Kurdî
    • Kernowek
    • Lietuvių
    • Malagasy
    • Македонски
    • Nederlands
    • Polski
    • Русский
    • Sängö
    • Gagana Samoa
    • Српски / srpski
    • Svenska
    • Kiswahili
    • Tagalog
    • Türkçe
    • ئۇيغۇرچە / Uyghurche
    • Vèneto
    • 中文
    • Bân-lâm-gú
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Νοεμβρίου 2022, στις 01:43.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie