Schlange
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Schlange | die | Schlangen |
γενική | der | Schlange | der | Schlangen |
δοτική | der | Schlange | den | Schlangen |
αιτιατική | die | Schlange | die | Schlangen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαSchlange (de) θηλυκό
- (μεταφορικά) η ουρά (αναμονής)
- (αστερισμός) Όφις
Εκφράσεις
επεξεργασία- Schlange stehen - στέκομαι / περιμένω στην ουρά