Ετυμολογία

επεξεργασία
past perfect continuous < → δείτε τις λέξεις past, perfect και continuous

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

past perfect continuous (en) (μη μετρήσιμο)

  • (γραμματική) ο υπερσυντέλικος διαρκείας, ο χρόνος ρήματος στα αγγλικά που χρησιμοποιείται για να τονίσει τη διάρκεια μιας πράξης που γινόταν πριν από μία άλλη πράξη στο παρελθόν. Αντίστοιχο με τον ελληνικό παρατατικό.
    • Στην ενεργητική φωνή, σχηματίζεται περιφραστικά με τα ρήματα had + been + ενεργητική μετοχή του ρήματος
      I had been working a lot, so I was tired.
      Δούλευα πολύ, οπότε ήμουν κουρασμένος.
      I had been sleeping when she called me.
      Κοιμόμουν όταν μου τηλεφώνησε.
      I had been there since 5 o’clock.
      Ήμουν εκεί από τις 5 η ώρα.
    • Στην παθητική φωνή, σχηματίζεται περιφραστικά με τα ρήματα had + been + being + παθητική μετοχή του ρήματος
      The car had been being washed weekly.
      Το αυτοκίνητο πλενόταν κάθε εβδομάδα.

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία