- they'd: συναίρεση του they + 'd (would ή had)
they'd (en)
- θα ή οποιαδήποτε χρήση του they + would
- ⮡ They'd (=They would) be interested to know what happened.
- Θα τους ενδιέφερε να μάθει τι συνέβη.
- ⮡ It is possible they'd (=they would) see me there.
- Είναι πιθανό να με δουν εκεί.
- είχαν, όταν χρησιμοποιείται για να σχηματίσει το past perfect ή το past perfect continuous στα αγγλικά
- ⮡ They'd (=They had) already left.
- Είχαν ήδη φύγει.
- ⮡ They'd (=They had) been working a lot, so they were tired.
- Δούλευαν πολύ, οπότε ήταν κουρασμένοι.