- it'd: συναίρεση του it + 'd (would ή had)
it'd (en)
- θα ή οποιαδήποτε χρήση του it + would
- ⮡ It'd (=It would) be rude not to go.
- θα ήταν αγένεια να μην πάω.
- ⮡ It is possible it'd (=it would) be late.
- Είναι ενδεχόμενο να αργήσει.
- είχε, όταν χρησιμοποιείται για να σχηματίσει το past perfect ή το past perfect continuous στα αγγλικά
- ⮡ It'd (=It had) already been eaten.
- Είχε ήδη φαγωθεί.
- ⮡ It'd (=It had) been here many years, so it needed to be washed.
- Ήταν εδώ για πολλά χρόνια, οπότε έπρεπε να πλυθεί.