Ετυμολογία

επεξεργασία
it'd: συναίρεση του it + 'd (would ή had)

  Συγχώνευση

επεξεργασία

it'd (en)

  1. θα ή οποιαδήποτε χρήση του it + would
    It'd (=It would) be rude not to go.
    θα ήταν αγένεια να μην πάω.
    It is possible it'd (=it would) be late.
    Είναι ενδεχόμενο να αργήσει.
  2. είχε, όταν χρησιμοποιείται για να σχηματίσει το past perfect ή το past perfect continuous στα αγγλικά
    It'd (=It had) already been eaten.
    Είχε ήδη φαγωθεί.
    It'd (=It had) been here many years, so it needed to be washed.
    Ήταν εδώ για πολλά χρόνια, οπότε έπρεπε να πλυθεί.