Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

should've: συναίρεση του should + 've (have)

  Συγχώνευση επεξεργασία

should've (en)

  • (θα) έπρεπε να είχα κάνει κάτι
    You should've told me earlier.
    Έπρεπε να μου το είχες πει νωρίτερα.

Συνώνυμα επεξεργασία