Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

shouldn't've: συναίρεση του shouldn't + 've (have)

  Συγχώνευση επεξεργασία

shouldn't've (en)

  • (ανεπίσημο) δεν (θα) έπρεπε να είχα κάνει κάτι
    You shouldn't've gone there.
    Δεν έπρεπε να είχες πάει εκεί.