shall
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | shall |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shall |
αόριστος | should |
παθητική μετοχή | — |
ενεργητική μετοχή | — |
Ρήμα
επεξεργασίαshall (en) (ελλειπτικό ρήμα, ανώμαλο βοηθητικό ρήμα, modal verb, ειδικά βρετανικά αγγλικά)
- θα, χρησιμοποιείται με το I ή το we για να μιλήσω για το μέλλον
- ⮡ I shall arrive tomorrow./I'll arrive tomorrow.
- Θα φτάσω αύριο.
- ⮡ We shall arrive tomorrow./We'll arrive tomorrow.
- Θα φτάσουμε αύριο.
- ⮡ I shall arrive tomorrow./I'll arrive tomorrow.
- να, θα ήθελα να, χρησιμοποιείται σε ερωτήσεις με το I ή το we για να κάνω προσφορές και προτάσεις ή για να ζητήσω συμβουλές
- ⮡ Shall I open the window?
- Να ανοίξω το παράθυρο;
- ⮡ I asked him if the boy shall wait.
- Τον ρώτησα αν θα ήθελε να περιμένει το παιδί.
- ⮡ Shall I open the window?
- (επίσημο) θα, χρησιμοποιείται για να δείξω ότι είμαι αποφασισμένος ή για να δώσω εντολή ή οδηγία
- ⮡ You say you will not do it but I say you shall do it.
- Εσύ λες ότι δεν θα το κάμεις αλλά εγώ λέω ότι θα το κάμεις.
- ⮡ You say you will not do it but I say you shall do it.
Άλλες μορφές
επεξεργασία- 'll (συναίρεση)