ought (en) (ελλειπτικό ρήμα, ανώμαλο βοηθητικό ρήμα, modal verb)

  • (με to + απαρέμφατο)
    1. (modal verb) πρέπει, υπάρχει ηθική υποχρέωση να γίνει κάτι
      ⮡  You ought to go to bed right now.
      Πρέπει να πας αμέσως για ύπνο.
       συνώνυμα: → δείτε το ρήμα must
    2. (modal verb) πρέπει να, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ισχύει κάτι
      ⮡  It ought to be John.
      Πρέπει να είναι ο Γιάννης.
      ⮡  Someone ought to have seen us.
      Κάποιος πρέπει να μας είδε.
       συνώνυμα: → δείτε το ρήμα must
    3. (modal verb) (θα) έπρεπε, για κάτι που θα ήταν σωστό να γίνει που όμως δεν έκανα
      ⮡  You ought to come to see me (but you did not come).
      Έπρεπε να έρθεις να με δεις (αλλά δεν ήρθες).
      ⮡  You ought to have told me earlier.
      Έπρεπε να μου το 'χες πει νωρίτερα.
    4. (modal verb) (θα) έπρεπε, για κάτι που θα άξιζε τον κόπο, θα ήταν χρήσιμο να γίνει
      ⮡  You ought to speak with him.
      Θα έπρεπε να μιλήσεις μαζί του.
      ⮡  You ought to see this movie.
      Έπρεπε να την έβλεπες αυτή την ταινία.

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • should (για όλες σημασίες)
  • ought - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • ought - Cambridge Dictionary online
  • ought - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 732. ISBN 9780194325684. , λήμμα: πρέπει