as if
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαas if (en) (ιδιωματισμός)
- σαν να, με τρόπο που υποδηλώνει κάτι
- ↪ Speak as if you have forgotten everything.
- Μίλα σαν να τα έχεις ξεχάσει όλα.
- ↪ They were waving their hands as if they were asking for help.
- Κουνούσαν τα χέρια τους σαν να ζητούσαν βοήθεια.
- ↪ Speak as if you have forgotten everything.
- μήπως, σε ρητορικές ερωτήσεις εισάγει καταφατική ή αποφατική πρόταση που ισοδυναμεί αντίστοιχα με έντονη άρνηση ή κατάφαση
- ↪ As if I too wanted it? (=I too didn’t want it at all.)
- Μήπως κι εγώ το ήθελα; (=Κι εγώ καθόλου δεν το ήθελα.)
- ↪ As if we didn’t tell him about it? (=We told him many times.)
- Μήπως δεν του το είπαμε; (=Του το είπαμε πολλές φορές.)
- ↪ As if I didn’t know it? (=I knew it very well of course.)
- Μήπως δεν το ξέρω; (=Το ξέρω και πολύ καλά μάλιστα.)
- ↪ As if he studied (=he didn’t study at all); how is he going to succeed?
- Μήπως διάβασε (=δε διάβασε καθόλου), για να πετύχει;
- ↪ As if I too wanted it? (=I too didn’t want it at all.)