- as if < → δείτε τις λέξεις as και if
as if (en)
- (ιδιωματισμός) σαν να, με τρόπο που υποδηλώνει κάτι
- ↪ Speak as if you have forgotten everything.
- Mίλα σαν να τα έχεις ξεχάσει όλα.
- ↪ They were waving their hands as if they were asking for help.
- Kουνούσαν τα χέρια τους σαν να ζητούσαν βοήθεια.
- ≈ συνώνυμα: as though και like