Ετυμολογία

επεξεργασία
as if <  δείτε τις λέξεις as και if

as if (en) (ιδιωματισμός)

  1. σαν να, λες και, τάχα, με τρόπο που υποδηλώνει κάτι
      Speak as if you have forgotten everything.
    Μίλα σαν να τα έχεις ξεχάσει όλα.
      They were waving their hands as if they were asking for help.
    Κουνούσαν τα χέρια τους σαν να ζητούσαν βοήθεια.
      He talks as if he knows everything.
    Μιλάει λες και ξέρει τα πάντα.
      She got up as if she was leaving.
    Σηκώθηκε τάχα να φύγει.
  2. σαν να, μήπως, τάχα, λες και, σε ρητορικές ερωτήσεις εισάγει καταφατική ή αποφατική πρόταση που ισοδυναμεί αντίστοιχα με έντονη άρνηση ή κατάφαση
      As if you don’t know them. (=You know them very well.)
    Σαν να μην τους ξέρεις. (=Τους ξέρεις και πολύ καλά.)
      As if I too wanted it? (=I too didn’t want it at all.)
    Μήπως κι εγώ το ήθελα; (=Κι εγώ καθόλου δεν το ήθελα.)
      As if we didn’t tell him about it? (=We told him many times.)
    Μήπως δεν του το είπαμε; (=Του το είπαμε πολλές φορές.)
      As if I didn’t know it? (=I knew it very well of course.)
    Μήπως δεν το ξέρω; (=Το ξέρω και πολύ καλά μάλιστα.)
      As if he studied (=he didn’t study at all); how is he going to succeed?
    Μήπως διάβασε (=δε διάβασε καθόλου), για να πετύχει;
      As if you don't know!
    Τάχα δεν το ξέρεις!
      Big deal! As if anything would ever happen!
    Σιγά το πράγμα! Λες και θα γινόταν ποτέ τίποτα!

Συνώνυμα

επεξεργασία