τάχα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τάχα < αρχαία ελληνική τάχα
Επίρρημα
επεξεργασίατάχα
- (σε ερωτήσεις) άραγε (εκφράζει απορία)
- ※ Έρωτας τάχα να ’ν’ αυτό / που έτσι με κάνει να ποθώ / τη συντροφιά σου… (από ποίημα της Μυρτιώτισσας)
- δήθεν (για κάτι που το θεωρούμε προσποιητό, υποκριτικό, αναληθές)
- ⮡ Έλειπε χτες από τη δουλειά. Ήτανε λέει τάχα άρρωστος.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τάχα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τάχα < ταχύς
Επίρρημα
επεξεργασίατάχα
- γρήγορα
- ίσως (για να εκφράσει πιθανότητα ή βεβαιότητα)
- ὑμεῖς δὲ τάχα οὐδὲ τεθέασθε τυραννουμένην πόλιν. - Εσείς όμως ίσως δεν έχετε δει τι συμβαίνει σε μια πόλη που κυβερνιέται από τύραννο (Πλάτων, Νόμοι, 711a