άραγε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άραγε < αρχαία ελληνική ἆρά γε
Μόριο
επεξεργασίαάραγε και άραγες
- ερωτηματικό μόριο που χρησιμοποιείται για απλή ερώτηση η οποία περιέχει κάποια εικασία, συνήθως αόριστη, και συχνά σε ρητορικές ερωτήσεις
- άραγε θάρθουν πάλι απόψε;
Σημειώσεις
επεξεργασία- μερικές φορές χρησιμοποιείται λανθασμένα σαν συμπερασματικό