Δείτε επίσης: τάχα, Ταχά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Τάχα < γενική ενικού του αρσενικού Τάχας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τάχα θηλυκό, άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία


  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Τάχα < μεταγραφή για την αραβική طه‎ (Ṭāhā)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τάχα άκλιτο

  1. (θρησκεία, Ισλάμ) το εικοστό κεφάλαιο (σούρα) του Κορανίου (Τα Χα)
    ※  (20) Σούρα Τάχα. (Το Τάχα - Συμβολικά γράμματα Τ.Χ.)
    Το Ιερό Κοράνιο, και μετάφραση των εννοιών του στην ελληνική γλώσσα (Μεδίνα: Συγκρότημα του βασιλιά Φαχντ για την εκτύπωση του του Ιερού Κορανίου, χ.χ.), σ. 449.
  2. άλλη μορφή του Ταχά:
    1. αραβικό ανδρικό όνομα
    2. αραβικό επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Τάχα αρσενικό