as though
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαas though (en) (ιδιωματισμός)
- σαν να, με τρόπο που υποδηλώνει κάτι
- ⮡ I felt as though there was also someone else in the room.
- Αισθάνθηκα σαν να υπήρχε και κάποιος άλλος στο δωμάτιο.
- ⮡ He rose as though he were asking for something.
- Ανασηκώθηκε σαν κάτι να ζητούσε.
- ⮡ I felt as though there was also someone else in the room.
- μήπως, σε ρητορικές ερωτήσεις εισάγει καταφατική ή αποφατική πρόταση που ισοδυναμεί αντίστοιχα με έντονη άρνηση ή κατάφαση
- ⮡ As though we didn’t tell him about it? (=We told him many times.)
- Μήπως δεν του το είπαμε; (=Του το είπαμε πολλές φορές.)
- ⮡ As though I didn’t know it? (=I knew it very well of course.)
- Μήπως δεν το ξέρω; (=Το ξέρω και πολύ καλά μάλιστα.)
- ⮡ As though we didn’t tell him about it? (=We told him many times.)
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε την έκφραση as if