Ετυμολογία

επεξεργασία
as though <  δείτε τις λέξεις as και though

as though (en) (ιδιωματισμός)

  1. σαν να, με τρόπο που υποδηλώνει κάτι
      I felt as though there was also someone else in the room.
    Αισθάνθηκα σαν να υπήρχε και κάποιος άλλος στο δωμάτιο.
      He rose as though he were asking for something.
    Ανασηκώθηκε σαν κάτι να ζητούσε.
  2. μήπως, σε ρητορικές ερωτήσεις εισάγει καταφατική ή αποφατική πρόταση που ισοδυναμεί αντίστοιχα με έντονη άρνηση ή κατάφαση
      As though we didn’t tell him about it? (=We told him many times.)
    Μήπως δεν του το είπαμε; (=Του το είπαμε πολλές φορές.)
      As though I didn’t know it? (=I knew it very well of course.)
    Μήπως δεν το ξέρω; (=Το ξέρω και πολύ καλά μάλιστα.)

Συνώνυμα

επεξεργασία
  •  δείτε την έκφραση as if