- as though < → δείτε τις λέξεις as και though
as though (en)
- (ιδιωματισμός) σαν να, με τρόπο που υποδηλώνει κάτι
- ↪ I felt as though there was also someone else in the room.
- Aισθάνθηκα σαν να υπήρχε και κάποιος άλλος στο δωμάτιο.
- ↪ He rose as though he were asking for something.
- Aνασηκώθηκε σαν κάτι να ζητούσε.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη as if