ανταπόδειξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανταπόδειξη | οι | ανταποδείξεις |
γενική | της | ανταπόδειξης* | των | ανταποδείξεων |
αιτιατική | την | ανταπόδειξη | τις | ανταποδείξεις |
κλητική | ανταπόδειξη | ανταποδείξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανταποδείξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανταπόδειξη θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις απόδειξη, αποδεικνύω και δείχνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανταπόδειξη