Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποδεικτέος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀποδεικτέος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποδεικτέ
ος
η
αποδεικτέ
α
το
αποδεικτέ
ο
γενική
του
αποδεικτέ
ου
της
αποδεικτέ
ας
του
αποδεικτέ
ου
αιτιατική
τον
αποδεικτέ
ο
την
αποδεικτέ
α
το
αποδεικτέ
ο
κλητική
αποδεικτέ
ε
αποδεικτέ
α
αποδεικτέ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποδεικτέ
οι
οι
αποδεικτέ
ες
τα
αποδεικτέ
α
γενική
των
αποδεικτέ
ων
των
αποδεικτέ
ων
των
αποδεικτέ
ων
αιτιατική
τους
αποδεικτέ
ους
τις
αποδεικτέ
ες
τα
αποδεικτέ
α
κλητική
αποδεικτέ
οι
αποδεικτέ
ες
αποδεικτέ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποδεικτέος
<
αρχαία ελληνική
ἀποδεικτέος
Επίθετο
επεξεργασία
αποδεικτέος, -α, -ο
που πρέπει να
αποδειχθεί
Συγγενικές λέξεις
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αποδεικνύω
και
δείχνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποδεικτέος
γαλλικά
: à
prouver
(fr)
, à
démontrer
(fr)