αυταπόδεικτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυταπόδεικτα < αυταπόδεικτος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίααυταπόδεικτα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αυταπόδεικτα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααυταπόδεικτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αυταπόδεικτος