αναπόδεικτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αναπόδεικτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναπόδεικτος. Μορφολογικά αναλύεται σε, αν- (στερητικό α-) + αποδεικ- (απο- + δείκνυμι) + -τος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.naˈpo.ði.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐πό‐δει‐κτος
Επίθετο
επεξεργασία
αναπόδεικτος
- που δεν μπορεί να αποδειχθεί, δεν στάθηκε δυνατόν να τεκμηριωθεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις απόδειξη και αποδεικνύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναπόδεικτος