προαπόδειξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προαπόδειξη | οι | προαποδείξεις |
γενική | της | προαπόδειξης* | των | προαποδείξεων |
αιτιατική | την | προαπόδειξη | τις | προαποδείξεις |
κλητική | προαπόδειξη | προαποδείξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προαποδείξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προαπόδειξη < ελληνιστική κοινή προαπόδειξις[1] [2] < αρχαία ελληνική προαποδείκνυμι < πρό + ἀποδείκνυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροαπόδειξη θηλυκό
- (νομικός όρος) έγγραφο που έχει κατατεθεί σε δικαστήριο ως απόδειξη για την αλήθεια ισχυρισμού ή επιχειρήματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία προαπόδειξη
|
- ↑ προαπόδειξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ προαπόδειξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.