ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προαπόδειξῐς αἱ προαποδείξεις
      γενική τῆς προαποδείξεως τῶν προαποδείξεων
      δοτική τῇ προαποδείξει ταῖς προαποδείξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προαπόδειξῐν τὰς προαποδείξεις
     κλητική ! προαπόδειξῐ προαποδείξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προαποδείξει
γεν-δοτ τοῖν  προαποδειξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προαπόδειξις < αρχαία ελληνική προαποδείκνυμι + -ξις < πρό + ἀποδείκνυμι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προαπόδειξις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία