Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀποδείκνυμι < ἀπο- + δείκνυμι

ἀποδείκνυμι

  1. αποδεικνύω
  2. φανερώνω, καθιστώ γνωστό, παρουσιάζω, επιδεικνύω
  3. υπολογίζω, ορίζω, διορίζω, καθιστώ

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ἀπόδειξις, -εως και ιωνικός τύπος ἀπόδεξις, -εως (απόδειξη στα νεοελληνικά)
  • ἀποδεικτός : ο αποδεικνυόμενος, ο δυνάμενος να αποδειχτεί, που υπάρχει η δυνατότητα να αποδειχτεί
  • ἀποδεικτέον : που πρέπει να αποδειχθεί
  • ἀποδεικνύω (νεοελληνικά αποδεικνύω)