δυνάμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δυνάμενος | η | δυνάμενη & δυναμένη |
το | δυνάμενο |
γενική | του | δυνάμενου & δυναμένου |
της | δυνάμενης & δυναμένης |
του | δυνάμενου & δυναμένου |
αιτιατική | τον | δυνάμενο | τη | δυνάμενη & δυναμένη |
το | δυνάμενο |
κλητική | δυνάμενε | δυνάμενη & δυναμένη |
δυνάμενο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δυνάμενοι | οι | δυνάμενες | τα | δυνάμενα |
γενική | των | δυνάμενων & δυναμένων |
των | δυνάμενων & δυναμένων |
των | δυνάμενων & δυναμένων |
αιτιατική | τους | δυνάμενους & δυναμένους |
τις | δυνάμενες | τα | δυνάμενα |
κλητική | δυνάμενοι | δυνάμενες | δυνάμενα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση. | ||||||
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «περιλαμβανόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δυνάμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυνάμενος μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος δύναμαι
Μετοχή
επεξεργασίαδυνάμενος
- που έχει τη δυνατότητα, τη δύναμη, είναι σε θέση, έχει την ικανότητα
- ⮡ Ο δυνάμενος να μετάσχει, να στείλει βιογραφικό...
- ⮡ Ο δυνάμενος να βοηθήσει, ας...
Σημειώσεις
επεξεργασία- δόκιμο για πρόσωπα/ζώα που μπορεί να έχουν δύναμη ως υποκείμενα και όχι για άψυχα
- ⮡ (εσφαλμένα) Τροχόσπιτο δυνάμενο να ρυμουλκηθεί