προαποδείκνυμι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπροαποδείκνυμι και μέσο προαποδείκνυμαι
- αποδεικνύω προτύτερα, προηγουμένως, πριν από κάτι άλλο
- τούτων γὰρ προαποδειχθέντων τίς οὐκ... : όταν αυτά θα έχουν αποδειχτεί, ποιος δεν θα ...
- οὐ μετρίως μόνον, ἀλλὰ καὶ πέρα τοῦ συμμέτρου προαποδεδεῖχθαι νομίζω ότι... : νομίζω ότι ήδη απέδειξα προηγουμένως και με το παραπάνω ότι...
- μεταγενέστερα διορίζομαι (έννοια της μετοχής προαποδεδειγμένοι : ορισμένοι, διορισμένοι)
Κλίση
επεξεργασίαΚλίνεται σύμφωνα με το δείκνυμι