ανταποδεικνύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανταποδεικνύω < αρχαία ελληνική ἀνταποδεικνύω / ἀνταποδείκνυμι < ἀποδείκνυμι < δείκνυμι
Ρήμα επεξεργασία
ανταποδεικνύω
- (λόγιο) αποδεικνύω το αντίθετο απ’ ό,τι έχει λεχθεί ή αποδειχθεί ή αποδεικνύω κάτι εναντίον κάποιου
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ανταπόδειξη
- → δείτε τις λέξεις αντί, αποδεικνύω και δείχνω