ενεστώτας cosign
γ΄ ενικό ενεστώτα cosigns
αόριστος cosigned
παθητική μετοχή cosigned
ενεργητική μετοχή cosigning

  Ετυμολογία

επεξεργασία
cosign < → δείτε τις λέξεις co- και sign

cosign (en)

  1. προσυπογράφω, υπογράφω από κοινού με άλλον
    ⮡  The bill must be cosigned by the minister.
    Το νομοσχέδιο πρέπει να προσυπογραφεί από τον υπουργό.
     συνώνυμα: countersign
  2. (μεταφορικά) εγκρίνω, επιδοκιμάζω, προσυπογράφω, δίνω την έγκρισή μου σε κάτι
    ⮡  he cosigns these conclusions
    (αυτός) προσυπογράφει αυτά τα συμπεράσματα
     συνώνυμα: endorse

Άλλες μορφές

επεξεργασία