endorse
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | endorse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | endorses |
αόριστος | endorsed |
παθητική μετοχή | endorsed |
ενεργητική μετοχή | endorsing |
Ρήμα επεξεργασία
endorse (en)
ενεστώτας | endorse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | endorses |
αόριστος | endorsed |
παθητική μετοχή | endorsed |
ενεργητική μετοχή | endorsing |
endorse (en)