countersign
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | countersign |
γ΄ ενικό ενεστώτα | countersigns |
αόριστος | countersigned |
παθητική μετοχή | countersigned |
ενεργητική μετοχή | countersigning |
Ρήμα
επεξεργασίαcountersign (en)
- προσυπογράφω, υπογράφω από κοινού με άλλον