Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κλεπταποδόχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
κλεπταποδόχ
ος
οι
κλεπταποδόχ
οι
γενική
του
/
της
κλεπταποδόχ
ου
των
κλεπταποδόχ
ων
αιτιατική
τον
/
την
κλεπταποδόχ
ο
τους
/
τις
κλεπταποδόχ
ους
κλητική
κλεπταποδόχ
ε
κλεπταποδόχ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κλεπταποδόχος
<
κλεπτ-
(<
κλέβω
) +
απο-
+
-δόχος
(
αποδοχή
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κλεπταποδόχος
αρσενικό ή θηλυκό
που
αποδέχεται
ή
φυλάει
κλοπιμαία
Συγγενικά
επεξεργασία
κλεπταποδοχή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλεπταποδόχος
γαλλικά
:
recéleur
(fr)