αποδέκτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααποδέκτρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη αποδέκτης
- (γλωσσολογία) → δείτε τη λέξη δέκτρια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αποδέκτης
αποδέκτρια
|