Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποδέκτρια οι αποδέκτριες
      γενική της αποδέκτριας των αποδεκτριών
    αιτιατική την αποδέκτρια τις αποδέκτριες
     κλητική αποδέκτρια αποδέκτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποδέκτρια < αποδέκτης + -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποδέκτρια θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αποδέκτης