δέκτρια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δέκτρια | οι | δέκτριες |
γενική | της | δέκτριας | των | δεκτριών |
αιτιατική | τη | δέκτρια | τις | δέκτριες |
κλητική | δέκτρια | δέκτριες | ||
όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δέκτρια < ελληνιστική κοινή δέκτρια, θηλυκό του δεκτήρ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δέκτρια θηλυκό
- (σπάνιο) θηλυκό του δέκτης
- (γλωσσολογία) γλώσσα δέκτρια: γλώσσα που δανείζεται ή δέχεται αλλαγές που προέρχονται από μία γλώσσα δότρια
- ≈ συνώνυμα: γλώσσα αποδέκτρια
- (γλωσσολογία) γλώσσα δέκτρια: γλώσσα που δανείζεται ή δέχεται αλλαγές που προέρχονται από μία γλώσσα δότρια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε δέκτης
δέκτρια