λησταποδόχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λησταποδόχος < → λείπει η ετυμολογία, (μαρτυρείται από το 1839)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /li.sta.poˈðo.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λη‐στα‐πο‐δό‐χος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλησταποδόχος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- λησταποδοχή
- → δείτε τη λέξη ληστεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία λησταποδόχος
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)