στηλιτεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στηλιτεύω < (ελληνιστική κοινή) στηλιτεύω < αρχαία ελληνική στήλη
- Η αρχική σημασία του ρήματος ήταν εκθέτω κάποιον δημοσίως και τον στιγματίζω, αναγράφοντας το όνομά του σε στήλη
Ρήμα
επεξεργασίαστηλιτεύω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στηλιτεύω | στηλίτευα | θα στηλιτεύω | να στηλιτεύω | στηλιτεύοντας | |
β' ενικ. | στηλιτεύεις | στηλίτευες | θα στηλιτεύεις | να στηλιτεύεις | στηλίτευε | |
γ' ενικ. | στηλιτεύει | στηλίτευε | θα στηλιτεύει | να στηλιτεύει | ||
α' πληθ. | στηλιτεύουμε | στηλιτεύαμε | θα στηλιτεύουμε | να στηλιτεύουμε | ||
β' πληθ. | στηλιτεύετε | στηλιτεύατε | θα στηλιτεύετε | να στηλιτεύετε | στηλιτεύετε | |
γ' πληθ. | στηλιτεύουν(ε) | στηλίτευαν στηλιτεύαν(ε) |
θα στηλιτεύουν(ε) | να στηλιτεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στηλίτευσα | θα στηλιτεύσω | να στηλιτεύσω | στηλιτεύσει | ||
β' ενικ. | στηλίτευσες | θα στηλιτεύσεις | να στηλιτεύσεις | στηλίτευσε | ||
γ' ενικ. | στηλίτευσε | θα στηλιτεύσει | να στηλιτεύσει | |||
α' πληθ. | στηλιτεύσαμε | θα στηλιτεύσουμε | να στηλιτεύσουμε | |||
β' πληθ. | στηλιτεύσατε | θα στηλιτεύσετε | να στηλιτεύσετε | στηλιτεύστε | ||
γ' πληθ. | στηλίτευσαν στηλιτεύσαν(ε) |
θα στηλιτεύσουν(ε) | να στηλιτεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στηλιτεύσει | είχα στηλιτεύσει | θα έχω στηλιτεύσει | να έχω στηλιτεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις στηλιτεύσει | είχες στηλιτεύσει | θα έχεις στηλιτεύσει | να έχεις στηλιτεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει στηλιτεύσει | είχε στηλιτεύσει | θα έχει στηλιτεύσει | να έχει στηλιτεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στηλιτεύσει | είχαμε στηλιτεύσει | θα έχουμε στηλιτεύσει | να έχουμε στηλιτεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε στηλιτεύσει | είχατε στηλιτεύσει | θα έχετε στηλιτεύσει | να έχετε στηλιτεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στηλιτεύσει | είχαν στηλιτεύσει | θα έχουν στηλιτεύσει | να έχουν στηλιτεύσει |
|