Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στηλιτευτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στηλιτευτικ
ός
η
στηλιτευτικ
ή
το
στηλιτευτικ
ό
γενική
του
στηλιτευτικ
ού
της
στηλιτευτικ
ής
του
στηλιτευτικ
ού
αιτιατική
τον
στηλιτευτικ
ό
τη
στηλιτευτικ
ή
το
στηλιτευτικ
ό
κλητική
στηλιτευτικ
έ
στηλιτευτικ
ή
στηλιτευτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στηλιτευτικ
οί
οι
στηλιτευτικ
ές
τα
στηλιτευτικ
ά
γενική
των
στηλιτευτικ
ών
των
στηλιτευτικ
ών
των
στηλιτευτικ
ών
αιτιατική
τους
στηλιτευτικ
ούς
τις
στηλιτευτικ
ές
τα
στηλιτευτικ
ά
κλητική
στηλιτευτικ
οί
στηλιτευτικ
ές
στηλιτευτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στηλιτευτικός
<
στηλιτεύω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
στηλιτευτικός, -ή, -ό
που
στηλιτεύει
Συνώνυμα
επεξεργασία
επικριτικός
αποδοκιμαστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στηλιτευτικός