αποδοκιμαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποδοκιμαστικός < (ελληνιστική κοινή) ἀποδοκιμαστικός < αρχαία ελληνική ἀποδοκιμάζω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική désapprobateur)
Επίθετο επεξεργασία
αποδοκιμαστικός, -ή, -ό
- που αποδοκιμάζει
Συγγενικά επεξεργασία
- αποδοκιμαστικά
- → δείτε τις λέξεις αποδοκιμάζω και δοκιμάζω
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποδοκιμαστικός