disapproving
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | disapproving |
συγκριτικός | more disapproving |
υπερθετικός | most disapproving |
disapproving (en)
Σύνθετα
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαdisapproving (en)
παραθετικά | |
θετικός | disapproving |
συγκριτικός | more disapproving |
υπερθετικός | most disapproving |
disapproving (en)
disapproving (en)