disapprovingly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | disapprovingly |
συγκριτικός | more disapprovingly |
υπερθετικός | most disapprovingly |
Ετυμολογία
επεξεργασία- disapprovingly < disapproving + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαdisapprovingly (en)
- αποδοκιμαστικά
- ⮡ He shook his head disapprovingly.
- Κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά.
- ≠ αντώνυμα: approvingly
- ⮡ He shook his head disapprovingly.