Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

disapprove (en)

  1. αποδοκιμάζω
  2. απορρίπτω (πχ μία πρόταση που τέθηκε σε ψηφοφορία)

Αντώνυμα επεξεργασία