επιδοκιμάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.ðo.ciˈma.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐δο‐κι‐μά‐ζο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαεπιδοκιμάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος επιδοκιμάζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιδοκιμάζομαι | επιδοκιμαζόμουν(α) | θα επιδοκιμάζομαι | να επιδοκιμάζομαι | ||
β' ενικ. | επιδοκιμάζεσαι | επιδοκιμαζόσουν(α) | θα επιδοκιμάζεσαι | να επιδοκιμάζεσαι | ||
γ' ενικ. | επιδοκιμάζεται | επιδοκιμαζόταν(ε) | θα επιδοκιμάζεται | να επιδοκιμάζεται | ||
α' πληθ. | επιδοκιμαζόμαστε | επιδοκιμαζόμαστε επιδοκιμαζόμασταν |
θα επιδοκιμαζόμαστε | να επιδοκιμαζόμαστε | ||
β' πληθ. | επιδοκιμάζεστε | επιδοκιμαζόσαστε επιδοκιμαζόσασταν |
θα επιδοκιμάζεστε | να επιδοκιμάζεστε | (επιδοκιμάζεστε) | |
γ' πληθ. | επιδοκιμάζονται | επιδοκιμάζονταν επιδοκιμαζόντουσαν |
θα επιδοκιμάζονται | να επιδοκιμάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιδοκιμάστηκα | θα επιδοκιμαστώ | να επιδοκιμαστώ | επιδοκιμαστεί | ||
β' ενικ. | επιδοκιμάστηκες | θα επιδοκιμαστείς | να επιδοκιμαστείς | επιδοκιμάσου | ||
γ' ενικ. | επιδοκιμάστηκε | θα επιδοκιμαστεί | να επιδοκιμαστεί | |||
α' πληθ. | επιδοκιμαστήκαμε | θα επιδοκιμαστούμε | να επιδοκιμαστούμε | |||
β' πληθ. | επιδοκιμαστήκατε | θα επιδοκιμαστείτε | να επιδοκιμαστείτε | επιδοκιμαστείτε | ||
γ' πληθ. | επιδοκιμάστηκαν επιδοκιμαστήκαν(ε) |
θα επιδοκιμαστούν(ε) | να επιδοκιμαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επιδοκιμαστεί | είχα επιδοκιμαστεί | θα έχω επιδοκιμαστεί | να έχω επιδοκιμαστεί | επιδοκιμασμένος | |
β' ενικ. | έχεις επιδοκιμαστεί | είχες επιδοκιμαστεί | θα έχεις επιδοκιμαστεί | να έχεις επιδοκιμαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει επιδοκιμαστεί | είχε επιδοκιμαστεί | θα έχει επιδοκιμαστεί | να έχει επιδοκιμαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επιδοκιμαστεί | είχαμε επιδοκιμαστεί | θα έχουμε επιδοκιμαστεί | να έχουμε επιδοκιμαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε επιδοκιμαστεί | είχατε επιδοκιμαστεί | θα έχετε επιδοκιμαστεί | να έχετε επιδοκιμαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επιδοκιμαστεί | είχαν επιδοκιμαστεί | θα έχουν επιδοκιμαστεί | να έχουν επιδοκιμαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι επιδοκιμασμένος - είμαστε, είστε, είναι επιδοκιμασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν επιδοκιμασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν επιδοκιμασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι επιδοκιμασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι επιδοκιμασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι επιδοκιμασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι επιδοκιμασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιδοκιμάζομαι
|