Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ελέγξιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ελέγξιμ
ος
η
ελέγξιμ
η
το
ελέγξιμ
ο
γενική
του
ελέγξιμ
ου
της
ελέγξιμ
ης
του
ελέγξιμ
ου
αιτιατική
τον
ελέγξιμ
ο
την
ελέγξιμ
η
το
ελέγξιμ
ο
κλητική
ελέγξιμ
ε
ελέγξιμ
η
ελέγξιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ελέγξιμ
οι
οι
ελέγξιμ
ες
τα
ελέγξιμ
α
γενική
των
ελέγξιμ
ων
των
ελέγξιμ
ων
των
ελέγξιμ
ων
αιτιατική
τους
ελέγξιμ
ους
τις
ελέγξιμ
ες
τα
ελέγξιμ
α
κλητική
ελέγξιμ
οι
ελέγξιμ
ες
ελέγξιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ελέγξιμος
<
ελέγχω
+
-ιμος
Επίθετο
επεξεργασία
ελέγξιμος, -η, -ο
που μπορεί να
ελεγχθεί
, να τεθεί υπό
έλεγχο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ελέγξιμος
αγγλικά
:
controllable
(en)