Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελέγξιμος η ελέγξιμη το ελέγξιμο
      γενική του ελέγξιμου της ελέγξιμης του ελέγξιμου
    αιτιατική τον ελέγξιμο την ελέγξιμη το ελέγξιμο
     κλητική ελέγξιμε ελέγξιμη ελέγξιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελέγξιμοι οι ελέγξιμες τα ελέγξιμα
      γενική των ελέγξιμων των ελέγξιμων των ελέγξιμων
    αιτιατική τους ελέγξιμους τις ελέγξιμες τα ελέγξιμα
     κλητική ελέγξιμοι ελέγξιμες ελέγξιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελέγξιμος < ελέγχω + -ιμος

  Επίθετο επεξεργασία

ελέγξιμος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία