ελεγκτήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ελεγκτήριο | τα | ελεγκτήρια |
γενική | του | ελεγκτήριου & ελεγκτηρίου |
των | ελεγκτήριων & ελεγκτηρίων |
αιτιατική | το | ελεγκτήριο | τα | ελεγκτήρια |
κλητική | ελεγκτήριο | ελεγκτήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαελεγκτήριο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελεγκτήριο
|